λιμπίζομαι
επιθυμώ πολύ κάτι, λιγουρεύομαι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λ(ι)μπίζομαι (λιμβός, Λ. libito, Σ. λjουbὶμ) = ἐπιποθῶ, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, ὀρέγομαι μετὰ πάθους.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Λιμπίζομαι: ερωτεύομαι (αρχ. λίμβος = ελκυστικός).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα