βλυχός ή γλυφός
το αρμυρίζων νερό, το υφάλμηρο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βλυχὸς -ὸ (βλύζω) = τὸ ὑφάλμυρον ὕδωρ τῆς βλύχας, ὐφάλμυρος, ἀηδὴς λόγῳ περιεκτικότητος ἁλάτων.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης