ἀσηκόνω
Ἀσηκόνω καὶ άσκόνω σηκόνω καὶ σκόνω = ἐπαίρω, ἀνυψῶ, μετεωρίζω. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ σηκόω (Σύλλ. Ι. ΙΙ.). Ὁ Βυζ. μόνον τὸ σηκόνω σημειοῖ· ὁ δὲ Βλάχος μόνον τὸ ἀσικόνω (γρ. ἀσηκόνω).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀσηκόνω καὶ άσκόνω σηκόνω καὶ σκόνω = ἐπαίρω, ἀνυψῶ, μετεωρίζω. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ σηκόω (Σύλλ. Ι. ΙΙ.). Ὁ Βυζ. μόνον τὸ σηκόνω σημειοῖ· ὁ δὲ Βλάχος μόνον τὸ ἀσικόνω (γρ. ἀσηκόνω).