ξεσταχιάζω
Ξ(ε)σταχιάζω (ἐκ-στάχυς) = ξηραίνομαι φυσιολογικῶς ἅμα τῇ ὡριμάνσει (ἐπὶ δημητριακῶν), τραχύνομαι, σκληρύνομαι (ἐπ᾿ ἀγροστοειδῶν καὶ λαχανικῶν).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξ(ε)σταχιάζω (ἐκ-στάχυς) = ξηραίνομαι φυσιολογικῶς ἅμα τῇ ὡριμάνσει (ἐπὶ δημητριακῶν), τραχύνομαι, σκληρύνομαι (ἐπ᾿ ἀγροστοειδῶν καὶ λαχανικῶν).