ἀσασ(ι)νάρω 20 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀσασ(ι)νάρω (Ἰ. assassinare) = δολοφονῶ, φονεύω, καταβασανίζω. (ἀσασινάρω)