ράτα (η)
- η ρόγα των σταφυλιών
- η δόση. Σε μισθωτήριο συμβόλαιο του 1711 (ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, Νο 3) διαβάζομε: «να δίνει του άνοθεν σορ σταμάτη τον κάθε χρόνω ριάλια πανίντα και έξη Νο 56 εισέ ράτες τρης, ίγουν εις πάσα τέσσαρους μίναις την κάθε ράτα …»
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ράτα /ἡ/ (ράξ, Ἰ. rata) = ρώγα σταφυλῆς, ράγα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ράτα = ρόγα σταφυλιοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Ῥάτα (ῥᾶξ). Φρ. ἔφαγα μιὰ ῥᾶτα σταφύλι.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ῥάτα § ῥὰξ κυρ. ἡ τῆς ςταφυλῆς. Π. τσίτσικας ἐλάλησε, μαύρη ῥάτα σκάρισε.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου