σάζω
Σάζω (ἴσος -άζω) = ἰσάζω, εὐθετῶ, τακτοποιῶ, συγυρίζω, διευθετῶ διένεξιν, περατῶ διαπραγμάτευσιν συμφωνίας.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σάζω = φτιάχνω, σάζω, τά μαλλιά μου (τακτοποιῶ τά μαλλιά μου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής