ὤρῃο
Ὥρῃο § καὶ ὡραῖον. Π. εὐκήσου του, μαννοῦλα μου τὤρῃο μου τὸ κρεβάτι (ᾆσμα τοῦ γάμου ἐξερχομένης τῆς προικός).
Σημ. Ἐκ τῦ ὡραῖος (Σύλλ. 27). ἡ λ. εὔχρ. παρὰ τοῖς χωρικοῖς.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!