ἀπομυτάω
Ἀπομυτάω § κτυπῶ τινα κατὰ γῆς, ὥστε νὰ σπάσῃ τὴν μύτην του. Π. κι᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ μ᾿ ἕτσάκωσε, ᾿ς τὴ γῆς μ᾿ ἀπομυτάει (ᾆσμ. 23).
Σημ. Ἰδὲ ἐν τῇ Συλλ. τὴν λ. Μυτίζω, ὅπερ καὶ Μυτάω καὶ Καταμυτάω λέγ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!