Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀπομυτάω

Ἀπομυτάω § κτυπῶ τινα κατὰ γῆς, ὥστε νὰ σπάσῃ τὴν μύτην του. Π. κι᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ μ᾿ ἕτσάκωσε, ᾿ς τὴ γῆς μ᾿ ἀπομυτάει (ᾆσμ. 23).

Σημ. Ἰδὲ ἐν τῇ Συλλ. τὴν λ. Μυτίζω, ὅπερ καὶ Μυτάω καὶ Καταμυτάω λέγ. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.