Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πασπάλη (η)

το ψιλό αλεύρι που κολλούσε στα λιθάρια και στον γύρο του μύλου, κατά το άλεσμα. Ο μυλωνάς μάζευε την πασπάλη και ήταν γι΄ αυτόν ένα μικρό κέρδος.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Α΄ στα σχόλια σημειώνει: “πασπάλη λέγεται η κατά το άλεσμα εκτινασσόμενη κόνις”.
Στο ποιήμα: “Εγ΄ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ΄ αιώνια ζάλη / και παίρνω κέρδος πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πασπάλη /ἡ/ (παιπάλη) = τὸ ἐπὶ τῶν ἐξαρτημάτων οτῦ μύλου ἐπικαθήμενον ἀλευροκονίαμα, κονίαμα παντὸς εἴδους.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


“Λέγεται κυρίως η κατά το άλεσμα εκτινασσόμενη κόνις” (Βαλαωρίτης) ο οποίος τη συσχετίζει με την αρχαία “παιπάλη” (σκόνη αλευριού, αλλά και κάθε σκόνη), πράγμα που αμφισβητούν οι ειδικοί (Μπαμπινιώτης). Από δω και το πασπαλίζω (με ζάχαρη τα γλυκά) και το (σε μας) πασπαλίστηκα με επίδραση του πασαλείφτηκα (αυτό όμως από την πίσσα και το αλείφω). Λέμε και χρίστηκα (από το χρίω, χρίζω).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.