νεροσυρμὴ 04 Νοέ, 2017 Ν 0 Σχόλια 0 Νεροσυρμὴ § τόπος κατατριβόμενος ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Σημ. Ἐκ τοῦ νερὸν – σύρω.