Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ἀναφταγούγα

Ἀναφταγούγα = ἀφθορία, ἀναβγατισιά, κάτι πού δέν πληθαίνει, δέν αὐξάνει.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

(Σημείωση: Στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος του Π. Κοντομίχη και στα Λευκαδίτικα του Χρ. Λάζαρη αναφέρεται ως “αναφτα(γ)ούρα (η)“).

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.