ἀναφταγούγα
Ἀναφταγούγα = ἀφθορία, ἀναβγατισιά, κάτι πού δέν πληθαίνει, δέν αὐξάνει.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
(Σημείωση: Στο Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος του Π. Κοντομίχη και στα Λευκαδίτικα του Χρ. Λάζαρη αναφέρεται ως “αναφτα(γ)ούρα (η)“).