ἀμολυφή
Ἀμολυφή. § φαγητόν, δι᾿ οὗ μολύνεται ἡ ἁγία τεσσαρακοστἠ (ἴδ. ἀρτυμή).
Σημ. ἰδὲ μολύφτω και μολύφω ἀμολύφω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀμολυφή. § φαγητόν, δι᾿ οὗ μολύνεται ἡ ἁγία τεσσαρακοστἠ (ἴδ. ἀρτυμή).
Σημ. ἰδὲ μολύφτω και μολύφω ἀμολύφω