ξεπνο(γ)ιάζομαι – ξεπνογιασμένος
καταβεβλημένος, με ασθενή αναπνοή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεπνο(γ)ιάζομαι (ἐκ-πνοὴ) = ἐκπνέω, ἐξασθενίζω, καταβάλλομαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
καταβεβλημένος, με ασθενή αναπνοή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξεπνο(γ)ιάζομαι (ἐκ-πνοὴ) = ἐκπνέω, ἐξασθενίζω, καταβάλλομαι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης