ματόζος -α -ο και ματῶζος
πορτοκάλια αιματώδες χυμού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ματόζος -α -ο (αἷμα) = αἱματώδης, αἱματόχρους, ἔναιμος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ματῶζος = κατακόκκινος στήν ὄψη, αὐτός εἶναι ματῶζος (εἶναι κατακόκκινος στήν ὄψη).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής