αγάνωτος
αλέρωτος από γάνα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
αλέρωτος από γάνα
μακρύ ξύλο σαν λούρος με άγκιστρο στο πίσω χοντρότερο μέρος, φυσικό ή τεχνικό, που με αυτό κατά τον κλάδο τραβούσαν απ΄ της ελιές ή άλλα καρποφόρα δέντρα τα ξερόκλαδα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀγκλιδέρα: /ἡ/ (ἀγκύλη) = μακρὰ εὔκαμπτος ράβδος μὲ ἄγκιστρον διακλαδισμοῦ παρὰ τὴν λαβὴν . . . Περισσότερα
στρογγυλό λείο βότσαλο βλ. και γουλί
(το χταπόδι) τρίβω με νερό σε πέτρα το χταπόδι για να μαλακώσει, να λειάνει το δέρμα του βλ. γουλίζω
ονομασία όστρακου
Ήμαρτον έλεος. Φωνάζει τον αΐμαρτον δηλαδή εκλιπαρεί για βοήθεια, για έλεος
Ο χωριάτης που έχει μείνει πίσω από την εποχή του, ο οπισθοδρομικός
αλεπού, αλεπόπουλο. “Είσαι πονηρό αλούπι” – “Ξέρεις τι αλούπι είναι αυτός;”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης μεταφορικά κουτοπόνηρο και χαζό άτομο Έλλη Καββαδά – Μεγανησιώτικο Λεξικό
Λέξη που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ικανότητες ατόμων που έχουν να κάνουν με την μυική τους δύναμη συνήθως και την εξυπνάδα τους. Κυριολεκτικά θρυλούμενο σαρκοβόρο πλάσμα προερχόμενο από την συνεύρεση αλεπούς και τσακαλιού και συνδυάζει χαρακτηριστικά και από τους δυο γεννήτορές του. (Η λέξη ανήκει στον Γιώργο Δάγλα Ολφό)
Χώρος όπου έχει σκιά, δεν το πιάνει ο ήλιος
επίρ. διάπλατα ανοιχτό