λαθούρω και λαθούρης
η κότα που έχει το χρώμα του λαθυριού.
Στους ανθρώπους: όσοι έχουν πρόσωπο λαθυράτο, κιτρινοπράσινο με πίκες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λαθούρ(η)ς -ω = ὁ ἔχων χρῶμα τοῦ ὀσπρίου «λάθυρος».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης