κολεγιᾶτος 26 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κολεγιᾶτος /ὁ/ ἀρχ. (Ἰ. collegiato) = ὁμόσπονδος, συνεταιρικός, ἀνήκων εἰς τὸν σύλλογον.