ἀραχνιάζω
Ἀραχνιάζω § γίνομαι ὡς ἡ ἀράχνη, ἄχρους, ἀδύνατος κτλ. ἢ πληροῦμαι ἀραχνῶν. Π. ποῦ ᾿πᾶς γκαϊτάνι νἀ σαπῇς, ᾿γκόλφι μου ν᾿ ἀραχνιάσῃς (ᾎσμ. 19).
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀράχνη. Οἱ ἀρχ. ἕλ. ἀραχνόομαι. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀραχνιάζω § γίνομαι ὡς ἡ ἀράχνη, ἄχρους, ἀδύνατος κτλ. ἢ πληροῦμαι ἀραχνῶν. Π. ποῦ ᾿πᾶς γκαϊτάνι νἀ σαπῇς, ᾿γκόλφι μου ν᾿ ἀραχνιάσῃς (ᾎσμ. 19).
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀράχνη. Οἱ ἀρχ. ἕλ. ἀραχνόομαι. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν λ.