κατσικομούνουχο (το)
το ευνουχισμένο κατσίκι, ο τράγος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατσ(ι)κομούν(ου)χο /τὸ/ β. λ. κατσικάδά (κατσίκι-εὐνουχίζω) = εὐνουχισμένον ἐρίφιον ἢ τράγος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης