κατσερελᾶτος
Κατσερελᾶτος /ὁ/ (Ἰ. cacciare) = ἀποδιοπομπαῖος, ἀποκρουστέος (Ἰ. cancielierato) = ἐπίσημος (ἅπαντα παρώνυμα τοῦ διαβόλου).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κατσερελᾶτος /ὁ/ (Ἰ. cacciare) = ἀποδιοπομπαῖος, ἀποκρουστέος (Ἰ. cancielierato) = ἐπίσημος (ἅπαντα παρώνυμα τοῦ διαβόλου).