Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γουαρνίρω

κοινώς γαρνίρω = στολίζω, διακοσμώ σε φορέματα κυρίως, αλλά και σε έπιπλα, ομιλίες, φορτηγά, γλυκά κλπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γουαρνίρω /ἀρχ./ (Ἰ. guarnire) = ὀχυρῶ, ἐνισχύω, κοσμῶ, ποικίλλω.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.