γουαρνίρω
κοινώς γαρνίρω = στολίζω, διακοσμώ σε φορέματα κυρίως, αλλά και σε έπιπλα, ομιλίες, φορτηγά, γλυκά κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γουαρνίρω /ἀρχ./ (Ἰ. guarnire) = ὀχυρῶ, ἐνισχύω, κοσμῶ, ποικίλλω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης