ὀγλίγορα 04 Νοέ, 2017 Ο 0 Σχόλια 0 Ὀγλίγορα, § ταχέως. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ Ὀλίγ-ὥρα (ἰδ. γλίγωρα καὶ Συλλ. 3).