φούρφουρα 14 Νοέ, 2017 Φ 0 Σχόλια 0 Φούρφουρα, § λεπτὰ ξηρὰ ξύλα χρήσιμα πρὸς ἄναμμα τοῦ πυρός· καλοῦνται καὶ χούρχουρα. Σημ. ἡ λ. φαίνεται πεποιημένη.