αζούρι (το)
είδος κεντήματος διάτρητου κυρίως σε περιφέρειας γυναικείων κεφαλομάντηλων, σε ποδιές, σεντόνια, γύρους κρεβατιών κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
από το γαλλ. à jours ή ajour
(Π.Γ. Κριμπάς)