αντ΄ράβδι και ἀντιράβι (το)
αντιράβδι, σύνεργο για το στούμπισμα (εκκοκισμό) του καλαμποκιού και μερικών οσπρίων, όπως τα κουκιά, τα ρεβίθια το αγριοκόκκι και η φακή.
Το αντράβδι αποτελείται από δυο ραβδιά που συνδέονται μεταξύ τους στην μια άκρη με σκοινί ή σύρμα. Ο γεωργός καθισμένος κρατεί το μεγαλύτερο ραβδί και με το άλλο που ανεμίζει ελεύθερα στον αέρα, χτυπάει το καλαμπόκι ρυθμικά και σιγά-σιγά βγάζει τους σπόρους από το ροκοκότσανό τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀντ(ι)ράβι: /τὸ/ (ἀντὶ-ῥάβδος) = ἀντιρράβδι, ἐργαλεῖον ἐκκοκισμοῦ τοῦ ἀραβοσίτου. (σύγκειται ἐκ δύο ραβδίων προσδεδεμένων ἐλευθέρως πρὸς ἄλληλα κατὰ τὸ ἓν ἄκρον. Ἐκ τῶν ραβδίων τούτων τὸ μακρότερον κρατῶν ἀπὸ τοῦ ἐλευθέρου ἄκρου ἀνακινεῖ ρυθμικῶς ὁ γεωργός, τὸ δὲ βραχύτερον διαγράφον κύκλον εἰς τὸν ἀέραν καταφέρεται δι’ ὅλου τοῦ μήκους του ἐπὶ τῶν κατακειμένων βοτρύων τοῦ ἀραβοσίτου καὶ ἀποσπᾷ τοὺς κόκκους).
Ἀντιράβδι = ξύλινο ἐξάρτημα ἐργαλείου πού κοπανᾶνε τό καλαμπόκι γιά νά βγεῖ ὁ καρπός ἀπ᾿ τό κότσαλο.
Ἀντράβι, § ἐργαλ. δι᾿ οὗ κτυποῦσι τὰ καρποῦζα τοῦ ἀραβοσίτου, ἵνα καθαρίσωσι τοὺς κόκκους.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἄραβος = κτύπος, κρότος (ἐκ τοῦ ἀράσσω), ὅθεν ἀντάραβος, συγκοπῇ δ᾿ ἀντάρβος καὶ μεταθέσει ἀντράβος, ἐξ οὗ τὸ ἀντράβι. Ἐντεῦθεν πιθανῶς ἔχει τὴν ἀρχὴν καὶ ἡ ἄλλη δημοτικὴ λ. ᾿ντράβαλο = κτύπος, κρότος, θόρυβος.