αμολάρω
απολάω σιγά σιγά – λασκάρω, λύνω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμολάρω: ἀ-Ἰ. mollare) = χαλαρώνω, ἐλαφρύνω τὸν πόνον ἢ τὴν σύσπασιν, μαλακώνω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
απολάω σιγά σιγά – λασκάρω, λύνω.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμολάρω: ἀ-Ἰ. mollare) = χαλαρώνω, ἐλαφρύνω τὸν πόνον ἢ τὴν σύσπασιν, μαλακώνω.