Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αγάς (ο)

Έτσι “στόλιζαν” οι νοικοκυρές τους άντρες τους. Αφέντης, νοικοκύρης.
Μτφρ. ο αυταρχικός, δεσποτικός. “Που είναι αυτός ο αγάς;”

Καρσάνικα, ΗΧΩ της Λευκάδας – Δημ. Κατωπόδης


Ετυμολογική σημείωση:
από το τουρκ. ağa (ίσως αραβ. αρχής)

(Π.Γ. Κριμπάς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.