Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για βάσκαμα

αβάσκαμα (το)

το αποτέλεσμα του βασκαίνω. Βασκαίνουν οι έχοντες σμιχτά φρύδια (σμιγοφρύδες), όσοι έχουν μαύρα και πονηρά μάτια, ιδίως οι γυναίκες. Βασκαίνονται μικροί και μεγάλοι, ιδίως τα όμορφα ροδοκόκκινα μωρά κλπ, δεν βασκαίνονται οι άσκημοι και οι Σαββατογεννημένοι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβάσκαμα:  /τὸ/ = ἡ βασκανεία, τὸ . . . Περισσότερα

αβασκαμός (ο)

η ενέργεια του βασκαίνω. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀβασκαμός: /ἡ/ = ἡ βασκανεία, τὸ βάσκαμα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

αβασκαντήρα (η)

το μικρό χρωματιστό κοχύλι που κρεμιέται στο λαιμό, ως αποτρεπτικό του βασκάματος. Βασκάνιον κατά τον Αριστοφάνη κ.α. “περίκεινται δε τοις τραχήλοις κογχία αντί βασκανίων” (Στρ. 16, 4, 17). Πολλοί αντί βασκαντήρας κρεμούσαν φυλαχτό, μια σακουλίτσα που έβαζαν μέσα λιβάνι, σκόρδο, κομμάτια από άμφια, τίμιο ξύλο, κομμάτια σκούπας, άνθη Επιταφίου, δενδρολίβανο . . . Περισσότερα

βασκανία (η)

Η λέξη είναι αρχαία ελληνική, καθώς και το ρήμα βασκαίνω. Αρχικά επισήμαινε το φθόνο και την κακολογία ή συκοφαντία. Έπειτα το “κακό μάτι”, κοινώς μάτιασμα, το οποίο μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον κάτι κακό. Η πίστη στη βασκανία ήταν και είναι κοινή σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας και σημερινούς, μεταξύ . . . Περισσότερα

μάτι (το)

ο οφθαλμός, το βάσκαμα, το κενό που αφήνουν στα δίχτυα τα νήματα τους, το μάτι του φυτού, το μπουμπούκι. φράση: “έσκασε το μάτι”, δηλ. έτοιμο να ρίξει φύλλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Μάτι /τὸ/ (ὀμμάτιον) = ὀφθαλμός, βασκανεία, τὸ ἐνδιάκενον τῶν νημάτων δικτύου, ὀφθαλμὸς ἐκβλαστήσεως φυτῶν, ἐμβόλιον . . . Περισσότερα

ματιάζω

βασκαίνω, προκαλώ βάσκαμα. Τα εξωτερικά γνωρίσματα του βασκάματος είναι: κιτρίνισμα ελαφρό, ιδρώτας, κομμάρες. φράση: “Δεν μπορώ ν΄ ανοίξω τα μάτια μου, κάποιος με βάσκανε”. Κατά τη λαϊκή αντίληψη στη Λευκάδα, βασκαίνουν-ματιάζουν όσοι έχουν “το κακό μάτι”. Και συγκεκριμένα όσοι έχουν μαύρα και πονηρά μάτια και οι σμιγοφρύδες. Αποτρεπτικά του ματιάσματος . . . Περισσότερα

ξαβασκαίνω

θεραπεύω το βασκαμό, κάνω ξεβάσκαμα. Πώς γινόταν: Το ξεβάσκαμα έκανε η ξορκίστρα, ειδική γυναίκα μυημένη στα μυστικά της μαγγανείας. Τα σύνεργα της: ένα λαδολύχναρο κι ένα ποτήρι νερό ή πιάτο με νερό πάλι. Πρώτα έπαιρνε το λυχνάρι αναμμένο κι έκανε μ΄ αυτό τρεις φορές το σημείο του σταυρού πάνω από . . . Περισσότερα

ξαβάσκαμα

Ξαβάσκαμα /τὸ/ = ὁ ἐξορκισμὸς διὰ τοῦ ὁποίου ἐξουδετεροῦται ἡ βασκανεία.

ξορκίστρα

σεβάσμιες γυναίκες που ξόρκιζαν το κακό. Τις καλούσαν στο σπίτι ενός αρρώστου, μετά από τον παπά πάντα, για να δοκιμάσει και εκείνη με τα μυστικά της βασκάματα και άλλες μαγγανείες να ξορκίσει το κακό και να γίνει καλά ο ασθενής. Για τον κόπο τους δε πληρώνονταν με χρήματα, αλλά τους . . . Περισσότερα