αμμουδερός (ο)
βλ. αμόγιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀμμουδερὸς -ὴ -ὸ: ἀμμωδηρός, ἀμμώδης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βλ. αμόγιο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀμμουδερὸς -ὴ -ὸ: ἀμμωδηρός, ἀμμώδης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
εδάφη αμμουδερά, που είναι αλαφρά και αποδοτικά – “το χωράφι αυτό είναι αμμμόγιο, κάνει για κηπευτικά”.