φρενεζία (η)
φωνασκίες, ταραχή, θόρυβος μέγας.
“Σταμάτα, χριστιανέ μου και μου σήκωσες φρενεζία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φρενεζία /ἡ/ (Ἰ. freneria) = φρενῖτις, παραφροσύνη, φρενοβλάβεια.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης