φιρί-φιρί (επίρρ.)
επίμονα, σκόπιμα. “Δεν τον βλέπεις δα, πάει φιρί, φιρί για καβγά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
(Το πας να με τρελάνεις). Το τουρκικό firil-firil κυκλικά (Ανδριώτης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης