μπαμπανάτσα (η)
η μπομπότα η ροκίσα. Καλαμποκόψωμο. Ζυμώνεται και μπαίνει στο ταψί. Ήταν, μια ζωή, το ψωμί των φτωχών σε δύσκολες περιόδους όπως στην Κατοχή. Η μπαμπανάτσα ή μπομπότα είναι δύο ειδών: η ανεβατή (με προζύμι) και η λειψή (χωρίς προζύμι).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαμπανάτσα /ἡ/ (Ἰ. pappa-nacchera) = πλακοῦς ἐξ ἀραβοσιταλεύρου, καλαμποκόψωμο, μπομπότα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μπαμπανάτσα § πλακούντιον ἐξ ἀραβοσιτίνου ἀλεύρου.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου