φανέστρα (η)
το παραθύρι
μτφ.: επίδειξη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φανέστρα /ἡ/ (Ἰ. finestra) = παράθυρον, ἐπίδειξις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
φαινέστρα, φανέστρα: παράθυρο, μικρή θύρα. Ἡ λατινική λέξη fenestra, ἡ ὁποία ὅμως προέρχεται ἀπό τήν ἑλληνική φαίνειν[1].
[1] Ἀ. Ὀρλάνδου, Ἰ. Τραυλοῦ, ὅπ.π., σελ. 261.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου