τραβάλιο (το)
βαριά εργασία, ταλαιπωρία
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τραβάλιο /τὸ/ (Ἰ. travaglio) = μόχθος, κάματος, ταλαιπωρία, ταραχή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βαριά εργασία, ταλαιπωρία
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τραβάλιο /τὸ/ (Ἰ. travaglio) = μόχθος, κάματος, ταλαιπωρία, ταραχή.