σταρήθρα (η)
- το πουλί σπουργίτης.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ., Ι 320: “Τα στάχυα που ελουζόντανε οι σταρήθρες, / σε κάθε διάβα σύγνεφου …” - αγριολάχανο για λαχανόπιτες.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!