Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σταρήθρα (η)

  1. το πουλί σπουργίτης.
    Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ., Ι 320: “Τα στάχυα που ελουζόντανε οι σταρήθρες, / σε κάθε διάβα σύγνεφου …”
  2. αγριολάχανο για λαχανόπιτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.