σεργιά (η)
η ράτσα, το σόι.
“Η προβατίνα είναι από σεργιά” – “Πέτυχα από καλή σεργιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σεργιά = σόϊ, ράτσα, φυλή, τήν πῆρε γιατί εἶναι ἀπό σεργιά (γιατί εἶναι ἀπό σόϊ).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής