ροζόλι (το)
ποτό κεράσματος με γλυκιά γεύση, ευώδες.
μτφ.: κάθε ποτό, ακόμα και το κρασί.
φράσεις: “Έπιες τα ροζόλια σου;” – “έλα να σε κεράσω ένα ροζόλι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ροζόλ(ι) /τὸ/ (Ἰ. rosolio) = ἀρωματικὸν ἡδύποτον, λικὲρ εὐῶδες.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης