κοκκαλάρι (το)
- πληθυντικός: κοκκαλάρια: δυο κόκκαλα ποδιών κόκορα, που συνδέονται με τα δυο – αντίστοιχα – καρούλια των μιταριών του σπιτικού αργαλειού, προσαρμοσμένα σε σπάγκο. Τα κοκκαλάρια χρησιμεύουν για το μάζεμα ή το κόντεμα του αντίστοιχου σπάγκου των καρουλιών, που ρυθμίζει το ανεβοκατέβασμα των μιταριών (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού, κεφάλαιο Αργαλειός, σελ. 111).
- τα κοκκάλινα ή μεταλλικά φύλλα που μπαίνουν στη λαβή των ντόπιων μαχαιριών.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοκκαλάρι /τὸ/ (κόκκαλος) = ἑκάτερον τῶν δύο κνημιαίων ὀστῶν τῆς ὄρνιθος ποὺ προσδένονται καταλλήλως εἰς τὸν ἀργαλειὸν διὰ ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν κατὰ βούλησιν τὰ μιτάρια, ἑκάτερον τῶν δύο κερατίνων φύλλων ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατασκευάζεται ἡ λαβὴ τῶν ἑγχωρίων μαχαιρῶν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης