Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κοκκαλάρι (το)

  1. πληθυντικός: κοκκαλάρια: δυο κόκκαλα ποδιών κόκορα, που συνδέονται με τα δυο – αντίστοιχα – καρούλια των μιταριών του σπιτικού αργαλειού, προσαρμοσμένα σε σπάγκο. Τα κοκκαλάρια χρησιμεύουν για το μάζεμα ή το κόντεμα του αντίστοιχου σπάγκου των καρουλιών, που ρυθμίζει το ανεβοκατέβασμα των μιταριών (Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού, κεφάλαιο Αργαλειός, σελ. 111).
  2. τα κοκκάλινα ή μεταλλικά φύλλα που μπαίνουν στη λαβή των ντόπιων μαχαιριών.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κοκκαλάρι /τὸ/ (κόκκαλος) = ἑκάτερον τῶν δύο κνημιαίων ὀστῶν τῆς ὄρνιθος ποὺ προσδένονται καταλλήλως εἰς τὸν ἀργαλειὸν διὰ ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν κατὰ βούλησιν τὰ μιτάρια, ἑκάτερον τῶν δύο κερατίνων φύλλων ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατασκευάζεται ἡ λαβὴ τῶν ἑγχωρίων μαχαιρῶν.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.