πουντιάζω
κρυώνω, κρυολογώ.
φράση: “Έλα να ντυθείς, παιδάκι μου, θα πουντιάσεις”
ΒΑΛ. Φωτεινός Γ΄: “Έγιναν βάλτοι τα βουνά οι ράχες εποντιάσαν”, δηλ. οι ράχες”εβράχησαν υπερβολικά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πουντιάζω (Ἰ. puntare) = κρυολογῶ, πλευριτώνω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κρυολογώ (κοντομίχης). Στο Φωτεινό (367) επόντιασαν, εβράχησαν υπερβολικά (και εκρυολόγησαν). Από το ιταλικό ουσιαστικό pounta (πουντιάζω), το βαρύ κρυολόγημα. Πάντως η πούντα εκτός από πνευμονικό κρυολόγημα σημαίνει άκρα ακρωτηρίου.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης