ποσσιδέρω και ποσσεδέρω
είμαι κάτοχος ενός πράγματος, καρπούμαι τα από κάποιο ακίνητο έσοδα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποσσιδέρω καί ποσσεδέρω (Ἰ. possedere) = νέμομαι, κατέχω, πρᾶγμά τι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης