κρέδιτο (το)
έχω εμπιστοσύνη στο λόγο κάποιου, υπόληψη, κύρος, ενέχυρο, δάνειο, πίστωση.
Σε κτγρφ. του 1718, Νο 3 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “μένουν δια κρέδιτον εις την χήραν ριάλια εκατόν εξήντα” (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ. 147).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κρέδ(ι)το /τὸ/ (Ἰ. credito) = ἐμπιστοσύνη, πίστωσις, δάνειον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης