βαρκός -ή -ό
τόπος “βαρύς” και σχεδόν πάντα νωπός, υγρός.
Η λέξη απαντά σχεδόν πάντα στον πληθυντικό: τα βαρκά.
Υπάρχουν πολλά τοπωνύμια στο νησί με την ονομασία αυτή.
Τα βαρκά έχουν χώματα παχειά, είναι εύφορα και ευκολόσκαφτα, ανάλογα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαρκὸς -ὴ -ὸ (βαρὺς -ικὸς) = τόπος διαποτισμένος μονίμως (ὑγρός).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
βαρκό (ἔδαφος): ἔδαφος με μεγάλη ὑγρασία. Πιθανόν νά προέρχεται ἀπό τήν λέξη βοῦρκος.
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
Βαρκός = ἑλῶδες ἔδαφος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής