κοντό (επίρρ.)
κυνηγητό, καταδίωξη.
φράσεις: “με πήρε στο κοντό το σκυλί σου …”. – “τον πήρα στο κοντό και τον έπιασα”.
Σατυρικό στιχούργημα: “Να σας πω μια ιστορία / πο΄ παθα με μια κυρία. / Σπύρο λεν τον εαυτό μου, / Καλαμίτσι το χωριό μου. / Νοίκι πήγα να ζητήσω, / σας ορκίζομαι να ζήσω / κι όχι να τηνέ φιλήσω. / Κι άρπαξε το τζομανίκι, / για να μου μετρήσει νοίκι / … / καβαλικεύω τ΄ αλογάκι, / στο κοντό οι χωροφυλάκοι …”. (Λαογραφικά Σύμμεικτα Λευκάδας, Κεφ. 14).