βάρσαμος (ο)
φυτό ευώδες, κοινώς βάλσαμο.
Γνωστό και κατά την αρχαιότητα “ως γενικόν φάρμακον”.
Μτφ: καθετί που μας αλαφρύνει τους πόνους και τις θλίψεις.
Θεραπευτικά: Όταν είχαν πόνους στην κοιλιά έβραζαν βάρσαμο με μέντα και αλιφασκιά και περνούσε. Μοιρολόγι: “Βάλτε στον πάτο βάρσαμο / στις πάντες μαντζουράνα / και στην κορφή αμάραντο / μην ξεραθεί το χώμα” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βάρσαμο /τὸ/ = τὸ εὐῶδες φυτν βάλσαμον.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης