κακάβι (το)
χάλκινο καζάνι μεσαίου μεγέθους. Σ΄ αυτό μαγειρεύουν σε γάμους, πανηγύρια κ.λπ.
Τα κακάβια τα ΄διναν και προίκα και υπολόγιζαν την αξία της ανάλογα με το βάρος τους.
Καταγρ. του 1706, Νο 61: “Κακκάβι λίρες πέντε”.
Κατγρ. του 1697: “Κακκάβι στρογγυλό – κακκαβόπουλο με τα αρβάλια του” και “Κακκάβι ένα, έξη κανάτες μέσα” (μια κανάτα = 4 καρτούτσα).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κακάβι /τὸ/ (Ἰ. cacavo) = χύτρα ἐκ χαλκοῦ ἤ ἄλλου μετάλλου.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης