άχνα (η)
η μιλιά: “Δεν βγάζει άχνα” = δε μιλάει, δε διαμαρτύρεται καθόλου …
“Έπεσε κάτω άπνοος χωρίς να βγάλει άχνα”
φράση: “Δεν ακούστηκε άχνα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἄχνα /ἡ/ (ἀ-χνοῦς, ἄχνη) = χνοῦδι, ἀχνός, πάχνη. «δὲν ἔβγαλ’ ἄχνα» = δὲν έξέπεμψεν οὐδ’ ἀχνόν, δὲν ἐπρόφερε λέξιν.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι ο δωρικός τύπος της λέξης άχνη, που ξέρουμε (αλεύρι για γλυκίσματα). Έχει όμως και τη σημασία – έννοια- που περιγράφει ο Δημητράκος: “συνεκδ. η αναπνοή και ο εξ αυτής αναδιδόμενος ελαφρός ήχος, ψίθυρος, πρβλ. εποφ. αχ”.
Λέμε λοιπόν επιτακτικά σε κάποιον που δε θέλουμε να μιλήσει: “Πρόσεξε, κακομοίρη (ρα) μ΄ μή βγάλεις άχνα …”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης