βαλαώρα (η)
ογκώδες φορτίο.
“Φόρτωσε το κάρρο με σανό, κι έχει μια βαλαώρα…, φοβάμαι μήπως μπατάρει”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βαλαώρα /ἡ/ (Ἰ. vallore) = ὄγκος ἢ ὕψος φορτίου, ποσότης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χρήστος Κώστας -
Βαλαώρα είναι ανηφορική και πετρώδης έκταση γης. Στην Άρτα, για παράδειγμα,βαλαώρα λένε όλη την πετρώδη και κακοντράχαλη ανηφορική περιοχή που εφάπτεται στη βάση της με την πεδινή έκταση της πόλης. Και οι δυο αυτές εκτάσεις είναι σήμερα πυκνοκατοικημένες και συναποτελούν την πόλη της Άρτας.
Ακόμα και σε άλλα ορεινά χωριά της Άρτας υπάρχει το όνομα βαλαώρα για τέτοιες κακοντράχαλες εκτάσεις γης γύρω από αυτά. Ως παράδειγμα αναφέρω το χωριό Μεγαλόχαρη που έχει κι αυτό τη δική του ” βαλαώρα”, ως τοποθεσία.