αλ(ι)κιάζομαι
αλικιάζομαι
αλλάζω διάθεση προς το χειρότερο, εξαιτίας απροσδόκητου συμβάντος (δυσάρεστη γεύση, θέα ανεπιθύμητου προσώπου κ.λπ.).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀλ(ι)κιάζομαι: (Λ. aliquus) = μεταβάλλω διάθεσιν πρὸς τὸ χειρότερον συνεπεία ἀδοκήτου γεγονότος (δυσαρέστου γεύσεως, θέας ἀνεπιθυμήτου προσώπου κ.τ.τ.).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ετυμολογική σημείωση:
μορφοφωνολογικά η λέξη δεν μοιάζει να συνδέεται με το αλ(ι)κοτίζω (βλ.λ.) ή με το άλικο (βλ.λ.), παρά τη σημασιολογική εγγύτητα, ενώ σίγουρα δεν έχει σχέση με το ανύπαρκτο *aliquus. Κατά τα λοιπά, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω την ετυμολογία της λέξης
(Π.Γ. Κριμπάς)